DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
προσωπικά έξοδα despesas pessoais
προσωπική ασφάλιση seguro de saúde
προσωπική παρακολούθηση vigilância individual
προσωπική προαγωγή promoção ad personam
προσωπική ψηφοφορία voto nominal
προσωπικό efetivo
Προσωπικό Yπηρεσίας Kανονισμών pessoal de organismo regulamentar
προσωπικό αρμόδιο για την αξιολόγηση και τη χορήγηση αδειών pessoal encarregado da determinação e concessão de licenças
προσωπικό βιβλιάριο ακτινοβολιών registo pessoal de irradiação
προσωπικό διακριβώσεων auditores
προσωπικό εκτός μάχης tripulação fora de combate
προσωπικό επί τόπου του έργου pessoal afeto ao local
προσωπικό εργαστηρίου pessoal de laboratório
Προσωπικό και Διοίκηση Pessoal e Administração
προσωπικό λειτουργίας pessoal de operação
προσωπικό μεθοριακού σταθμού posto fronteiriço local
προσωπικό πλαισίωσης chefias
προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές pessoal das representações diplomáticas
προσωπικό που υπηρετεί στις διπλωματικές αποστολές pessoal em serviço nas missões diplomáticas
προσωπικό που υπηρετεί στις προξενικές υπηρεσίες pessoal das representações consulares