DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2069 entries)
μέλος της οικογενείας συντηρούμενο από τον ασφαλισμένο membro da família principalmente a cargo do requerente
μέλος των Λόυδς membro do Lloyd's
μέλος των Λόυδς που δεν μπορεί να ασκεί αντεράιτιγκ membro não subscritor
μερικές δαπάνες despesas especiais
μερική ανικανότητα για εργασία incapacidade parcial de trabalho
μερική ζημία avaria particular
μέριμνα για τους επιζώντες prestações de sobrevivência
μεσίτης αντασφαλίσεων corretor de resseguro
μεσίτης ασφαλειών corretor de seguros
μη ακυρώσιμο ασφαλιστήριο apólice não resolúvel
μη ανταποδοτικό επίδομα subsídio não contributivo
μη αναλογική αντασφάλιση resseguro não proporcional
μη αναλογική αντασφάλιση με πολλές αναμενόμενες ζημίες tratado com grande frequência de sinistros
μη ασφαλίσιμος κίνδυνος risco não segurável
μη διαιρετότητα πληρωμής ασφάλιστρων indivisibilidade do prémio
μη εγκεκριμένη ασφάλιση seguro não autorizado
μη εκπίπτοντα δικαιώματα ασφαλισμένου condição de não caducidade
μη εκχωρητέο ασφαλιστήριο intransmissibilidade
μη πανομοιότυπα ασφαλιστήρια seguros não concorrentes
μη συνδεδεμένη βοήθεια ajuda não ligada