DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση após consulta da Assembleia
κατόπιν προτάσεως του/της... sob proposta de
κάτοχος αδείας titular
κάτοχος θέσης titular de um lugar
κάτοχος οχημάτων με κινητήρα possuidor de veículos a motor
κάτοψη planta
Κάτω Βουλή Câmara Baixa dos Estados Gerais
κατώτατη τάση συστήματος tensão mais baixa de uma rede
κατώτατο όριο valor do limiar
Καγκελλαρία Chancelaria do Estado
Καγκελλάριος του Δουκάτου του Λάνκαστερ Chanceler do Ducado de Lencastre
Καγκελλάριος του Δουκάτου του Λάνκαστερ, Υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών και Επιστημών Chanceler do Ducado de Lancaster, Ministro do Serviço Público e da Ciência
Καγκελλάριος του Θησαυροφυλακίου (Υπουργός Οικονομικών) Chanceler do Tesouro, Ministro das Finanças
Καγκελλάριος του Θησαυροφυλακίου (Υπουργός Οικονομικών) Chanceler do Tesouro
καζάνι βρασμού tanque para o escaldão
καθαρές τεχνολογίες παραγωγής sistema produtivo não poluente
καθαρές αποδοχές remuneração líquida
καθαρές μορφές ενέργειας energia limpa
καθαρή απώλεια πυρηνικού υλικού ειρηνικών εφαρμογών perda líquida de materiais civis
καθαρή αρνητική θέση situação líquida negativa