Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Coal
(1757 entries)
κάθαρση εφαρμοζόμενη στην επεξεργασία μεικτών καταλοίπων
refinação aplicada à transformação de resíduos complexos
καθοδηγητικό πρότυπο διάτρησης
escantilhão de perfuração
καθορισμός αναλογιών
dosagem
καινοτόμος χρήση ορυκτών
utilização inovadora de minérios
καίω άνευ εκρήξεως
deflagrar
κάλυκας
opérculo
κάλυκας
envólucro
κάλυκας
tubo
κάλυμμα στομίου πληρώσεως
tampão de carga
κάλυμμα στομίου πληρώσεως
válvula de carga
κάλυμμα σωλήνος ανόδου
válvula de saída de ar do tubo de subida
καλώδιο NONEL
cordão NONEL
καλώδιο NONEL
tubo NONEL
καλώδιο ηλεκτρικού καψυλλίου
fio condutor
καλώδιο πυροδότησης δύο αγωγών
cabo de linha de tiro
κάμινος
câmara do forno de coque
κάμινος με λειτουργία συστήματος συμπιέσεως
forno para carga comprimida,
καπνοί και αέρια εξόρυξης
fumos do tiro
καπνοί και αέρια εξόρυξης
gases da explosão
καρβοθερμική αναγωγή σε υψηλή θερμοκρασία
redução carbotérmica a alta temperatura
Get short URL