DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
καθεστώς των βοηθών Estatuto dos Assistentes Parlamentares
καθεστώς αποδοχών regime de remunerações
καθεστώς αποδοχών regime de remuneração
καθεστώς διέλευσης από τα αεροδρόμια regime de trânsito aeroportuário
Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων Regime de Controlo de Tecnologia de Mísseis
Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων regime de controlo da tecnologia balística
Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων regime de controlo da tecnologia necessária à produção de mísseis
Καθεστώς ελέγχου της τεχνολογίας πυραύλων Regime de Controlo da Tecnologia dos Mísseis
καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας Regime de Controlo de Tecnologia de Mísseis
καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας regime de controlo da tecnologia balística
καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας regime de controlo da tecnologia necessária à produção de mísseis
καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης regime de aperfeiçoamento activo
καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης tráfego de aperfeiçoamento activo
καθεστώς ενίσχυσης με περιφερειακή σκοπιμότητα regime de auxílios com finalidade regional
Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων Regime de Controlo de Tecnologia de Mísseis
Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων regime de controlo da tecnologia balística
Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων regime de controlo da tecnologia necessária à produção de mísseis
καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων regime de auxílios com finalidade regional
καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων regime de auxílios regionais
καθεστώς που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό um regime destinado a garantir que a concorrência não seja falseada