Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(18472 entries)
κατ'εξαίρεση
a título excepcional
κατά τα άρθρα 12,13 και 14
nos termos dos artigos 12º,13º e 14º
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο
S58
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο
deve ser eliminado como resíduo perigoso
κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής
durante o seu mandato e após o termo deste
κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών
durante dois anos consecutivos
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο
R30
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο
pode tornar-se muito inflamável durante a utilização
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα
R18
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα
aquando da utilização,formação possível de mistura vaporar inflamável/explosiva
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα
aquando da utilização,formação possível de mistura vapor-ar inflamável/explosiva
κατά την έννοια του άρθρου 2
para alcançar os fins enunciados no artigo 2º
κατά το άρθρο 125
nos termos do artigo 125º
κατά βούληση
ad libitum
κατά βούληση
à discrição
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου
arqueação
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου
encurvamento
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου
flexão
κατά διαμερίσματα διάταξη του εξοπλισμού
instalação do equipamento por compartimentos
κατά διαμερίσματα διάταξη του εξοπλισμού
ordenação do equipamento por compartimentos
Get short URL