DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Coal (1757 entries)
δυνητικώς εκρήξιμη ατμόσφαιρα atmosfera potencialmente explosiva
ετικέτα περιβλήματος inscrição no envólucro
εγκατάσταση εξαγωγής παραγώγων άνθρακος oficina de recuperação de subprodutos
εγκατάσταση εξαγωγής παραγώγων άνθρακος oficina de subprodutos
εγκατάσταση εξαγωγής παραγώγων άνθρακος recuperação de subprodutos
εγκατάσταση επεξεργασίας ορυκτών instalação de processamento de rochas
εγκάρσια τομή corte
εγκάρσιο travessa
εγκριτικό certificado de aprovação
έγχυση νερού μέσω διατρημάτων μεγάλου μήκους τα οποία ορύσσονται από το μέτωπο προεκσκαφής injeção de água por furos compridos perfurados a partir da frente de desmonte
ειδική γόμωση consumo específico de explosivo
ειδική ισχύς εκρηκτικής ύλης força explosiva
ειδική ισχύς εκρηκτικής ύλης pressão específica
εις τας κατακρημνίσεις πρέπει να λαμβάνεται υπ'όψιν ο συντελεστής επιπλήσματος no desabamento é preciso atender ao coeficiente de empolamento
εκτίναξη του υλικού επιγόμωσης desatacamento
εκτίναξη θραυσμάτων κατά την διάρκεια εξόρυξης projeções
εκτόνωση explosão
εκτόνωση rebentamento
εκτόνωση πίεσης descompressão
εκτόνωση πίεσης expansão