DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Health care (8976 entries)
αυτόλογη μετάγγιση transfusão autóloga
αυτολυμένο δείγμα amostra autolisada
αυτόλυση autólise
αυτόματη αποβολή aborto espontâneo
αυτόματη αποβολή aborto precoce
αυτόματη οθόνη προστασίας των οφθαλμών protetor ocular automático
αυτόματη συσκευή ασφαλείας dispositivo automático de segurança
αυτόματη συσκευή ασφαλείας proteção automática
αυτόματη συσκευή προστασίας dispositivo automático de segurança
αυτόματη συσκευή προστασίας proteção automática
αυτόματος ρύθμισις του χρόνου εκθέσεως regulação automática do tempo de exposição
αυτομεταβιβαζόμενος φορέας/ένθετο vetor/segmento inserido auto-transmissível
αυτομετάγγιση transfusão autóloga
αυτόνομος autónomo
αυτόνομος αντιδραστήρας δημιουργίας απογόνων reator único
αυτόξενος autoico
αυτόοικος autoico
αυτοπερίθαλψη φαρμακευτική automedicação
αυτοπολυπλοειδής autopoliploide
αυτοραδιογράφημα autorradiograma