Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Agriculture
(26305 entries)
αναπόφευκτοι απώλειαι εν τω αγρώ
perdas inevitáveis durante a exploração agrícola
αναποφλοίωτη όρυζα
arroz paddy
αναποφλοίωτο ρύζι
arroz em casca
αναπρώρηση
rabeamento
ανάρτηση
colocação do tabaco no secador
ανάρτηση με συρματόσχοινο
suspensão com cabo
αναρτώμενη ποτίστρα
bebedouro suspenso
αναρριχητικό φυτό
planta sarmentosa
αναρριχώμενη άμπελος
latada
αναρριχώμενη άμπελος
parreira
αναρριχώμενη άμπελος
pergola
αναρριχώμενη άμπελος
ramada
αναρριχώμενη άμπελος
vinha
αναρροή
refluxo
αναρροφητήρας
tirador de leite
αναρροφητήρας με κινητήρα
aspirador-apanhador
αναρροφητήρας με κινητήρα
aspirador-colhedor
αναρροφητήρας με κινητήρα
motoaspirador
αναρροφητήρας-συλλέκτης
aspirador-apanhador
αναρροφητήρας-συλλέκτης
aspirador-colhedor
Get short URL