DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
συγκριτική βαθμονόμηση calibração por comparação
συγκριτικό όργανο αναγγελίας βλάβης unidade de alarme por comparação
συγκρότημα Espace Lιopold complexo Espace Léopold
συγκρότημα δέσμης ράβδων πυρηνικού καυσίμου elemento em feixe
συγκρότημα κρούσεως agrupamento táctico
συγκρότημα μάχης agrupamento táctico
συγκρότημα περιπτέρων stande isolado
συγκρότημα πυραύλου bateria de míssil
συγκρότημα στοιχείου πυρηνικού καυσίμου conjunto de combustível
συγκρότημα στοιχείων ελέγχου και ρυθμίσεως elemento de controlo
συγκρότημα στοιχείων πυρηνικού καυσίμου υπερθερμάνσεως ατμού elemento combustível para vapor sobreaquecido
συγκρότημα συσκευών ασφαλείας grupo de segurança
συγκροτήματα κουδουνιών carrilhão
συγκρότηση του πυρηνικού καυσίμου σε ραβδία και σε στοιχεία agrupamento de combustível em varas e em feixes de elementos
συγκρότηση των ράβδων πυρηνικού καυσίμου σε δέσμες agrupamento de elementos combustíveis em feixes
συγκρότηση κράτους construção do Estado
συγκρουσθέντα βυτιοφόρα οχήματα σε παρακείμενους δρόμους camião-cisterna acidentado em estradas próximas
συγκρουσθέντα βυτιοφόρα οχήματα σε παρακείμενους δρόμους camião-cisterna colidido em estradas próximas
συγκρουσθέντα πλοία σε παρακείμενους ποταμούς navios colididos em rios próximos
συγχρηματοδότηση της αγοράς τροφίμων cofinanciamento de compras de produtos alimentares