Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(18472 entries)
καταστέλλω
impedir
καταστέλλω
limitar
καταστέλλω
restringir
καταστολή των παραβάσεων
repressão das infrações
Καταστολή Εχθρικής Αεράμυνας
Supressão da Defesa Aérea do Inimigo
καταστρατήγηση' περιγραφή
contornamento
καταστρατήγηση' περιγραφή
sub-repção
καταστρατήγηση' περιγραφή
subterfúgio
καταστρεπτική ανάλυση ΚΑ
medições destrutivas
καταστρεπτική φωτιά
fogo destrutivo
καταστροφή
catástrofe
καταστροφή
Βέλγιο
catástrofe
(Bélgica)
καταστροφή του Αrmero
catástrofe de Armero
καταστροφή από εγκαύματα
incêndio trágico
καταστροφή από θερμικό παράγοντα
catástrofe com origem num agente térmico
καταστροφή βραδείας εξελίξεως
catástrofe de evolução lenta
κατάσβεση πυρκαγιάς,πυρόσβεση
extinção de um incêndio
κατάσβεσις διά της μεθόδου της προσπεράσεως
controlo à distância
κατασκευαστικά εξαρτήματα του εσωτερικού του πυρήνα του αντιδραστήρα
estruturas internas do núcleo
κατασκευαστική αρτιότητα
integridade estrutural
Get short URL