DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Environment (18409 entries)
Η υψηλή τάση μετρήθηκε ως προς τη γη με ένα ηλεκτροστατικό βολτόμετρο. a alta tensão foi medida em relação à terra com um voltímetro eletrostático
η χημική διαδικασία δημιουργίας οξειδωτικής αιθαλομίχληςsmog o processo químico da produção dos fumos oxidantes
ήθη ética
ηθική ética
ηθική πεποίθηση persuasão moral
ηθική πεποίθηση/λογική βεβαιότητα persuasão moral
ηθική/δεοντολογία/ήθη ética
ηθμός filtros
ηθολογία etologia
ηλεκτρovικό τα?υδρoμείo correio electrónico
ηλεκτρική τροφοδοσία energia eléctrica (fornecimento)
ηλεκτρική τροφοδοσία/παροχή ηλεκτρικής ισχύος energia elétrica (fornecimento)
ηλεκτρική τροφοδοσία/παροχή ηλεκτρικής ισχύος fornecimento de energia elétrica
ηλεκτρική αγωγιμομετρία condutimetria elétrica
ηλεκτρική γραμμή linhas eléctricas
ηλεκτρική γραμμή (μεταφοράς ισχύος) linha elétrica
ηλεκτρική γραμμή (μεταφοράς ισχύος) linhas elétricas
ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας eletricidade gerada a partir de recursos energéticos renováveis
ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας eletricidade produzida a partir de fontes de energia renováveis
ηλεκτρική ισχύς energia eléctrica