DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Health care (8976 entries)
ατομικός εξοπλισμός για την αποφυγή των πτώσεων equipamento de proteção contra quedas
άτομο το οποίο φέρει τον ιό HIV-soropositivo
άτομο το οποίο φέρει τον ιό portador do vírus
άτομο το οποίο φέρει τον ιό seropositivo HIV
άτομο εκτιθέμενο σε ακτινοβόληση λόγω της επαγγελματικής του απασχολήσεως empregado profissionalmente exposto a radiação
άτομο κανονικής ακοής auditor otologicamente normal
άτομο με αναπηρία όρασης deficiente visual
άτομο με ειδικές ανάγκες inválido
άτομο με προβλήματα όρασης deficiente visual
άτομο μειωμένης κινητικότητας deficiente do aparelho de locomoção
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως consumidor de droga por via parentérica
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως usuário de drogas injetáveis intravenosas
άτομο που παίρνει ναρκωτικά ενδοφλεβίως utilizador de droga por via intravenosa
ατροπίνη atropina
ατροφία των μυών atrofia muscular
ατροφική ρινίτιδα rinite atrófica
ατροφική ρινίτιδα του χοίρου doença do espirro
ατροφική ρινίτιδα του χοίρου osteofibrose nasal
ατροφική ρινίτιδα του χοίρου rinite atrófica dos suínos
ατροφική ρινίτιδα των χοίρων doença do espirro