Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Β
Γ
Δ
Ε
Η
Θ
Ι
Κ
Μ
Ν
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Employment
(239 entries)
ΔΣΕ 110: Για τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στις φυτείες
Convention concerning Conditions of Employment of Plantation Workers
ετεροαπασχόληση
hetero-employment
εθνικό σχέδιο για την απασχόληση
national job plan
ειδικευμένη απασχόληση
skilled job
ειδικότητα
skill
εικονική ομάδα
virtual team
εικονικό κέντρο κλήσεων
virtual call centre
εικονικός
virtual
εκπρόσωπος των μισθωτών
employee representative employee representative
εκπρόσωπος των μισθωτών
staff representative
εκπρόσωπος σωματείου σε εργασιακό χώρο
shop steward
ελαστικό ωράριο
flexible working time
ελαστικό ωράριο
flexitime
ελεύθερος επαγγελματίας
own-account worker
έμμεσος εργοδότης
user undertaking
ενότητες ad hoc
ad hoc modules
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση
ensure productive re-employment of workers
εξωτερικός συνεργάτης
freelance worker
επαγγελματική ανέλιξη
professional development
επαγγελματική δραστηριότητα
trade or profession
Get short URL