DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Η Κ Λ Μ Ν Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Leather (139 entries)
δορά hide
δορκάςκαθ. antelope
έκτυπο δέρμα pin seal
ενισχυμένη φτέρνα dogtail quarter
επισκευαστής υποδημάτων boot repairer
επισκευαστής υποδημάτων shoe repairer
εσωτερική μύτη τακουνιού επισώτρου beadtoe
εσωτερική σόλα insole
εσωτερικό άκρο της πτέρνας επισώτρου beadtoe
εσωτερικό ράψιμο Blake method
εσωτερικό ράψιμο through stitching
ημιράχη crop
ημιράχη half back
ημιχρωμιόδερμα chrome re-tan
κατάστημα με δερμάτινα είδη leather goods
κατάστημα με δερμάτινα είδη leather goods shop
κατασκευαστής δερματίνων ειδών leather goods maker
κατεργασία με κινόνη quinone tannage
καθρέφτης shell
καλαπόδι μοκασέν moccasin last