DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (34539 entries)
ατομικό όπλο individual weapon
Ατομικό Πρόγραμμα Συνεργασίας Individual Partnership Programme
ατομικό πυροβολικό atomic artillery
ατομικό πυροβολικό nuclear artillery
Ατομικό σύμβολο Atomic symbol
ατομικός κίνδυνος individual risk
ατομικός φάκελος του υπαλλήλου personal file of the official
ατομικός φλοιός atomic envelope
ατομικός φλοιός atomic sheath
άτομο person
άτομο άνθρακα atom of carbon
άτομο καλής πίστεως bona fide person
άτομο με μειωμένη όραση partially sighted
άτομο που ζει μόνο του single
άτρατκος κοχλία feed screw
άτρατκος κοχλία male screw
άτρατκος κοχλία screw spindle
άτρακτος shank
ατροπίδωτα (δρομείς) ratites (ratitae)
ατροφία του Fuchs Fuchs atrophy