DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Energy industry (2339 entries)
Υπουργείο Ενέργειας; Υπουργείο ενεργείας των ΗΠΑ Department of Energy
υποχρέωση ελέγχου διασφαλίσεων safeguards obligation
υποχρέωση χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας renewable energy obligation
ύστατος προμηθευτής supplier of last resort
υφιστάμενη μεγάλη σταθερή πηγή major existing stationary source
υψικάμινος blast furnace
ύψος εκτίναξης ύδατος από αρτεσιανό φρέαρ pressurized water flash
φτωχό αέριο lean gas
φτωχό αέριο producer gas
φακóς του Fresnel Fresnel lens
φακóς του Fresnel stepped lens
φαράντ (φαράδιο) farad
φάσμα τάσης εισόδου input voltage range
φάσμα διευθÙνσεων κυματισμών wave directional spectrum
φλόγα υψικαμίνου flare stack
φορτίο fuel charge
φορτίο λανθάνουσας θερμότητας latent heat load
φορτίο λανθάνουσας θερμότητας moisture tons
φορτίο λανθάνουσας θερμότητας wet tons
φορτίο χωρητικότητας capacitive load