Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Mechanic engineering
(23338 entries)
σύνεργα
tools
συνεργαζόμενη ομάδα ανελκυστήρων
interconnected group
συνεργαζόμενη παρειά
mating flank
συνεργαζόμενος τροχός
mate
συνεργαζόμενος τροχός
mating gear
συνεργείο για την επισκευή καζανιών
boiler shop
συνεργείο για την επισκευή καζανιών
boiler works
συνεργείο για την κατασκευή καζανιών
boiler shop
συνεργείο για την κατασκευή καζανιών
boiler works
συνεστραμμένο ακροφύσιο
twisted blast-pipe
συνεστραμμένο ακροφύσιο
twisted nozzle
συνεστραμμένο καλώδιο
twisted cable
συνεχές στοιχείο αισθητήρα
continuous sensing element
συνεχές σύρμα πυρανίχνευσης
fire wire
συνεχής τροφοδοτική ταινία με κατά βάρος δοσιμετρία
continuous hatching by weight belt feeder
συνεχής ανάφλεξη
continuous ignition
συνεχής ανιχνευτήρας
continuous detector
συνεχής διακίνηση
continuous handling
συνεχής έγχυση
continuous injection
συνεχής κυλινδρικός μύλος με διαχωρίσματα
continuous segmented-tube mill
Get short URL