DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3683 entries)
συνδικαλιστικό δικαίωμα right to organise collectively
συνδικαλισμός trade unionism
συνδυασμένο φίλτρο combined filter
συνέλευση στο χώρο εργασίας union meeting in the workplace
συνεννόηση σχετικά με τις συνθήκες εργασίας settlement of terms and conditions of employment
συνεννόηση σχετικά με τις συνθήκες εργασίας talks on conditions of employment
συνεπαγόμενη απασχόληση ancillary job
συνεργαζόμενος οργανισμός τυποποίησης feeder organization
συνεργείο shop
συνεργείο workshop
συνεργείο βαφής painting shop
συνεργείο μεταλλικών κατασκευών steelwork fabricating shop
συνεργείο μεταλλικών κατασκευών structural steel workshop
συνεργείο μηχανικών κατασκευών machine shop
συνεργείο μηχανικών κατασκευών mechanical workshop
συνεργείο σιδηρών κατασκευών steelwork fabricating shop
συνεργείο σιδηρών κατασκευών structural steel workshop
συνεργείο συναρμολόγησης assembling hall
συνεχής δειγματοληψία continuous sample
συνεχής εξυπηρέτηση continuous running industry