DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject Forestry (3053 entries)
κορεσμένος με νερό waterlogged
κορμοτεμάχια με μεγάλη διάμετρο βάσης big butt sawlog
κορμοτεμάχια μικρού μήκους small sawlogs
κορμοτεμάχια μικρών διαστάσεων short-wood
κορμοτεμάχια ξύλου bolt
κορμοτεμάχια ξύλου log
κορμοτεμάχιο bolt
κορμοτεμάχιο log
κορμοτεμάχιο round timber
κορμοτεμάχιο saw log
κορμοτεμάχιο βάσεως butt log
κορμοτεμάχιο ημιστρόγγυλο log half
κορμοτεμάχιο κανονικού μεγέθους normal-sized sawlog
κορμοί πεύκων ειδικής χρήσης special pine logs
κορμοπλατεία woodyard
κορμοπλατεία για προσωρινή αποθήκευση ξύλου wood yard
κορμός log
κορμός ακατέργαστου ξύλου log
κορμός εκτυλίξεως άνευ εγκαρδίου billet
κορμός μικρών διαστάσεων small dimension stem