DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (34539 entries)
τακτικό επίπεδο πολέμου tactical level of war
τακτικό μέλος της Επιτροπής των Περιφερειών member of the Committee of the Regions
τακτικό μέλος και αναπληρωματικό μέλος members and alternates
τακτικό μη επανδρωμένο όχημα αέρος Tactical Unmanned Aerial Vehicle
τακτικό μη επανδρωμένο όχημα αέρος Tactical-UAV
τακτικό όπλο tactical weapon
τακτικό πυρηνικό βλήμα tactical nuclear missile
τακτικό πυρηνικό όπλο tactical nuclear weapon
τακτικοί αεροπορικοί ναύλοι συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής και των όρων για τους πράκτορες και για την παροχή άλλων βοηθητικών υπηρ εσιών scheduled air fares including remuneration and conditions of agency and other auxiliary services
τακτικός routine
τακτικός βαλλιστικός πύραυλος εδάφους-εδάφους ground-to-ground tactical ballistic missile
τακτικός βαλλιστικός πύραυλος εδάφους-εδάφους ground-to-ground ballistic tactical missile
τακτικός έλεγχος tactical control
τακτικός λογιστικός έλεγχος% %BE BTL routine accountancy check
τακτικός πυρηνικός πύραυλος tactical nuclear missile
τακτοποιημένη tidy
τακτοποιημένο tidy
τακτοποιημένος tidy
τακτοποίηση arrangement
τακτοποίηση αιθούσης setup