Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Energy industry
(2482 entries)
Υπουργείο Ενέργειας; Υπουργείο ενεργείας των ΗΠΑ
Department of Energy
υποχρέωση ελέγχου διασφαλίσεων
safeguards obligation
υποχρέωση χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας
renewable energy obligation
ύστατος προμηθευτής
supplier of last resort
υφιστάμενη μεγάλη σταθερή πηγή
major existing stationary source
υψικάμινος
blast furnace
ύψος εκτίναξης ύδατος από αρτεσιανό φρέαρ
pressurized water flash
φτωχό αέριο
lean gas
φτωχό αέριο
producer gas
φακóς του Fresnel
Fresnel lens
φακóς του Fresnel
stepped lens
φαράντ
(φαράδιο)
farad
φάσμα τάσης εισόδου
input voltage range
φάσμα διευθÙνσεων κυματισμών
wave directional spectrum
φλόγα υψικαμίνου
flare stack
φορτίο
fuel charge
φορτίο λανθάνουσας θερμότητας
latent heat load
φορτίο λανθάνουσας θερμότητας
moisture tons
φορτίο λανθάνουσας θερμότητας
wet tons
φορτίο χωρητικότητας
capacitive load
Get short URL