Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(36491 entries)
υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
officer of the Court of Auditors
υπάλληλος αμειβόμενος από τις πιστώσεις για έρευνες και επενδύσεις
an official paid from appropriations in the research and investment budget
υπάλληλος ασφαλείας
security officer
υπάλληλος ασφαλείας της συνεδρίασης
meeting security officer
υπάλληλος διοικήσεως
(Assistant Director)
για τη συνεργασία στον τομέα των εξοπλισμών
Assistant Director, Armaments Cooperation
υπάλληλος διοικήσεως
(Manager)
για την τεχνολογία
Technology Manager
υπάλληλος διοικήσεως
(Assistant Director)
για την αμυντική βιομηχανία
Assistant Director for Defence Industry
υπάλληλος διοικήσεως για την έρευνα και τεχνολογία
R&T Assistant Director
υπάλληλος διοικήσεως για την έρευνα και τεχνολογία
Research and Technology Assistant Director
υπάλληλος ο οποίος εξαφανίστηκε από την οικία του
official whose whereabouts are unknown
υπάλληλος που τίθεται στη διάθεση του..., της ...
seconded official
υπάλληλος που εξαφανίστηκε από την οικία του
official whose whereabouts are unknown
υπάλληλος που έχει αποσπασθεί
official on secondment
υπάλληλος που συμμετέχει στην ανταλλαγή
exchange official
υπάλληλος υπουργείου
ministry official
υπάλληλος Υπουργείου
"Attaché de governement"
υπαρξιακός προσανατολισμός
existential orientation
υπάρχον
existing
υπάρχον δίκτυο
existing network
υπάρχουσα
existing
Get short URL