DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (16080 entries)
ατομική απόφαση αστικού δικαίου individual decision under civil law
ατομική επιχείρηση one-man business
ατομική ιδιοκτησία private ownership
ατομική σύμβαση individual agreement
ατομική σύμβαση εργασίας individual employment contract
ατομικό τέλος individual fee
ατομικό δίκαιο atomic law
ατομικό σήμα individual mark
ατομικός λογαριασμός του υποκείμενου στο φόρο taxpayer's individual account
ατομικώς και αλληλεγγύως joint and several
άτομο με διπλή υπηκοότητα holder of dual nationality
άτομο που αποκλείεται από την αγορά εργασίας person excluded from the labour market
άτομο που θεωρείται συντηρούμενο person regarded as dependent
άτομο συνεργαζόμενο με τη δικαιοσύνη individual who cooperates with the judicial process
άτοπο absurd
άτυπη εταιρεία de facto company
άτυπη σύμβαση innominate contract
άτυπη σύμβαση atypical contract
αvταλλαγή πληρoφoριώv σ?ετικά με τηv εγκληματικότητα περί τα oικovoμικά intelligence exchange on criminal finances
αvταπσδειξη evidence in rebuttal