Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Energy industry
(2339 entries)
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια
third legislative package for an internal EU gas and electricity market
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια
third energy package
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ
third legislative package for an internal EU gas and electricity market
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ
third energy package
τρίπτερη ανεμογεννήτρια
three bladed wind turbine
τροφοδοτικό
power supply
τροφοδοτικό αδιάκοπης παροχής
uninterruptible power supply
τροφοδοτικό αδιάλειπτης παροχής
uninterruptible power supply
τροφοδοτικό ισχύος
power supply
τροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης
high-voltage direct current power
τροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής ισχύος
direct current high-power supply
τροφοδοσία από το κύριο δίκτυο
mains power source
τροφοδοσία από το κύριο δίκτυο
mains power supply
τροφοδοσία ισχύος
power supply
τύποι πυρηνικών αντιδραστήρων
reactor line
τύποι πυρηνικών αντιδραστήρων
reactor type
τυποποιημένο προϊόν δυναμικότητας
standard capacity product
watt αιχμής
peak watt
watt αιχμής
watt-peak
΄Ενωση Γερμανών Ηλεκτροπαραγωγών
German electricity utilities association
Get short URL