Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Forestry
(3053 entries)
το αγκαθωτό περίβλημα του καρπού της καστανιάς
chestnut husk
τομές από πριόνι
saw cuts
τομή
cutting
τομή δέντρου
tree section
τομή ρίψεως
felling cut
τομή ρίψεως
main cut
τομή ρίψεως
backcut
τόπος τελικής συγκέντρωσης ξυλείας
terminal landing
τούγια
western red cedar
τρακτέρ
agricultural tractor
τρακτέρ
farm tractor
τρακτέρ
wheeled tractor
τραυματισμένος
hurt
τραυματισμός από καταπόνηση
stress-related injury
τραχύκαρπος ο υψικάμινος
hemp palm
τραχύκαρπος ο υψικάμινος
windmill palm
τρέιλερ για άλογα
horse trailer
τρέμουλο
shaking
τρέχον μέτρο
linear meter
τρεχούμενο νερό
running water
Get short URL