DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
Τεμαχίζω Fragment
τεμαχίζω chop
τεμάχιο εκσφενδονιζόμενο από τον στρόβιλο turbine missile
τεμάχιο στήθους που ονομάζεται "αυστραλιανό" brisket cut
τεμαχισμένα ορυκτά προϊόντα crushed mineral products
τεμπέλα lazy
τεμπέλης lazy
τεμπέλικο lazy
τεντώνω strain
τεντώνω κατά μήκος sort by length
τενεκεδούπολη,παραγκούπολη,συνοικισμός παραπηγμάτων slum
τένις tennis
τενόντιο κέντρο διαφράγματος central tendon of diaphragm
τερατογόνος δράση teratogenic effect
τερατογόνος ουσία teratogenic substance
τέρας beast
τεράστια enormous
τεράστια massive
τεράστιο enormous
τεράστιο huge