DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Finances (25411 entries)
ταμειακή διευκόλυνση liquidity facility
ταμειακή κατάσταση cash (flow) situation
ταμειακή κατάσταση cash position
ταμειακή κατάσταση treasury position
ταμειακή πίστωση cash credit
ταμειακή πίστωση credit line
ταμειακή πίστωση cash advance
ταμειακή πίστωση σε τερματικά POS cash advance at POS terminals
ταμειακή πράξη cash operation
ταμειακή ρευστότητα cash
ταμειακή ρευστότητα cash liquidity
ταμειακή ρευστότητα; άμεση ρευστότητα cash liquidity
ταμειακή ροή cashflow
ταμειακή ροή liquidity flow
ταμειακή συναλλαγή ATM ATM cash transaction
ταμειακό απόθεμα cash reserve
ταμειακό έλλειμμα cash loss
ταμειακό ή τραπεζικό έλλειμμα cash or bank shortage
ταμειακό υπόλοιπο cash balance
ταμειακό υπόλοιπο cash holdings