DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
περίοδος χάριτος carencia
περίοδος χάριτος non-call period
Περίοδος χωρίς παγωνιές frost-free season
περιορίζω limit
περιορίζω restrict
περιορίζω τις δραστηριότητές μου scale down one's activities
περιοριστική διάταξη της απόφασης limiting provision of the decision
περιοριστική μεταναστευτική πολιτική restrictive immigration policies
περιοριστική πολιτική κατά τη χορήγηση ταξιδιωτικών θεωρήσεων restrictive policy on visas
περιοριστικό αποτέλεσμα ενός κρατικού μέτρου restrictive effect of a government measure
περιοριστικό μέτρο restrictive measure
περιοριστικό μέτρο sanction
περιοριστικός μηχανισμός restrictive mechanism
περιορισμένα πυρηνικά αντίποινα limited nuclear retaliation
περιορισμένη αποτροπή basic deterrence
περιορισμένη αποτροπή finite deterrence
περιορισμένη ικανότητα απορρόφησης limited absorption capacity
περιορισμένο limited
περιορισμένος limited
περιορισμένος τριμερής διάλογος restricted trialogue