Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
οφειλόμενη
due
οφειλόμενο
due
οφειλόμενο, χρωστούμενο
outstanding
οφειλόμενος
due
οφείλω
owe
όφελος επώασης
breeding gain
Οφθαλμικές σταγόνες
Eye drops
Οφθαλμικές σταγόνες, διαλύτης για ανασύσταση
Eye drops, solvent for reconstitution
Οφθαλμικές σταγόνες, διάλυμα
Eye drops, solution
Οφθαλμικές σταγόνες, εναιώρημα
Eye drops, suspension
Οφθαλμικές σταγόνες, κόνις και διαλύτης για διάλυμα
Eye drops, powder and solvent for solution
Οφθαλμικές σταγόνες, κόνις και διαλύτης για εναιώρημα
Eye drops, powder and solvent for suspension
Οφθαλμικές σταγόνες, παρατεταμένης αποδέσμευσης
Eye drops, prolonged release
Οφθαλμική αλοιφή
Eye ointment
Οφθαλμική γέλη
Eye gel
Οφθαλμική κρέμα
Eye cream
Οφθαλμικό πλύμα
Eye lotion
Οφθαλμικό πλύμα, διαλύτης για ανασύσταση
Eye lotion, solvent for reconstitution
οφθαλμικός τραυματισμός
ocular injury
όχημα με τον κινητήρα κάτω από τον θάλαμο οδήγησης
cab-over engine vehicle
Get short URL