Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Insurance
(2713 entries)
Οργανισμός Ιδιωτικής Χρηματοδότησης Εξαγωγών
Private Export Funding Corporation
οργανισμός κοινωνικής ασφάλειας
social security organism
οργανισμός κοινωνικής πρόνοιας
social assistance body
οργανισμός πιστωτής
creditor body
Οργανισμός πιστώσεων για την ανασυγκρότηση
reconstruction Loan Corporation
οργανισμός συνδέσεως
liaison body
όργανο φορέως κοινωνικής ασφαλίσεως
organ of a social security institution
όριο αποζημίωσης
limit of indemnity
όριο ασφαλίστρων
premium limit
όριο εισφορών
social security contribution ceiling
όριο ίδιας κράτησης
retention limits
οριστική απόφαση
final decision
οριστική δήλωση
definite advice
οριστικοποίηση έκδοσης του ασφαλιστηρίου
execution of policy
όροι του ασφαλιστηρίου
policy conditions
όροι πίστωσης; πιστωτικοί όροι
credit terms and conditions
όροι σύμφωνα με την πρωτασφάλιση
original conditions
όροι σύμφωνα με τις αρχικές επιστροφές ή εκπτώσεις
original deduction
όροι σύμφωνα με τις αρχικές επιστροφές ή εκπτώσεις
original discount
όρος "if-and-when"
"if-and-when"-condition
Get short URL