Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Agriculture
(35665 entries)
κατά μονάδα μάζα
unit weight
Κατάταξη κατά ζώνες ευφλεκτικότητας
fuel-type classification
κατάταξις ξύλων αναλόγως προς την τεχνικήν ξυλείαν που παράγουν
cutting-system
κατάταξις ξύλων αναλόγως προς την τεχνικήν ξυλείαν που παράγουν
cutting-unit method
κατατεμαχισμένα κρέατα
comminuted meat
κατατεμαχισμένο κρέας
comminuted meat
κατατμημένη επίστρωση
peeled veneer
καταβολές ανά επιφάνεια
"area" aid
καταβολές ανά επιφάνεια
area payment
καταβολές ανά επιφάνεια
area-related aid
καταβολή συμπληρωματικών ποσών
deficiency payment
καταβύθιση
dipping
καταβύθιση του καπέλλου
plunging the cap
καταβύθιση του καπέλλου
punching the cap
καταβυθισμένο καπέλλο
submerged cap
καταγραφικό θερμόμετρο
recording thermometer
καταγωγή:αυτόχθον ή μη αυτόχθον
origin indigenous or non-indigenous
καταδυόμενη κατακόρυφη αντλία
submerged pump
καταδυόμενη κατακόρυφη αντλία
submersible pump
καταιγίδα
storm
Get short URL