DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Accounting (1787 entries)
καθαρή συμμετοχή νοικυριών σε αποθεματικά ασφαλειών ζωής net equity of households in life insurance reserves
καθαρή συμμετοχή νοικυριών σε αποθεματικά ασφαλειών ζωής και αποθεματικά συνταξιοδοτικών ταμείων net equity of households in life insurance reserves and in pension funds reserves
καθαρή συμμετοχή νοικυριών σε αποθεματικά συνταξιοδοτικών ταμείων net equity of households in pension funds reserves
καθαρή χρηματοπιστωτική θέση της αλλοδαπής net external financial position
καθαρό εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς net domestic product at market prices
καθαρό εθνικό διαθέσιμο εισόδημα net national disposable income
καθαρό ύψος κύκλου εργασιών net turnover
καθαρός/η/ο net
καθιερώνω με νόμο enact
καθιερώνω με νόμο legislate
καθιερώνω με νόμο institute by law
καθολικό general ledger
καθορίζω υπόλοιπο ενός λογαριασμού strike a balance
καθορισμένος τραπεζικός λογαριασμός nominated bank account
καθορισμένος λογαριασμός αποθέματος nominated holding account
καθορισμός ενός δείγματος ελέγχου designing an audit sample
καλάθι αγαθών και υπηρεσιών basket of goods and services
καλλιεργούμενα περιουσιακά στοιχεία cultivated assets
καλλιεργούμενη γη land under cultivation
κανόνες καταχώρησης των συναλλαγών rules of accounting for transactions