Terms for subject General (36483 entries) |
κατοικώ | inhabit | |
κατοικώ | reside | |
κατοικών | inhabitant | |
κατοικών | resident | |
κατολίσθηση | rock slide | |
κατολίσθηση ιλύος | mud slide | |
κατολίσθηση ιλύος | mudslide | |
κάτοπτρο μάχης | fighting mirror | |
κατόπι | wake | |
κατόπιν (+ γεν.) συνεπεία (+ γεν.) λόγω (+ γεν.) μετά από; βάσει (+ γεν.) | as a result of | |
κατόπιν (+ γεν.) συνεπεία (+ γεν.) λόγω (+ γεν.) μετά από; βάσει (+ γεν.) | following | |
κατόπιν (+ γεν.) συνεπεία (+ γεν.) λόγω (+ γεν.) μετά από; βάσει (+ γεν.) | in response to | |
κατόπιν αιτήσεως | at (-) request | |
κατόπιν αιτήσεως Kράτους μέλους | on application by a member State | |
κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συνέλευση | after consulting the Assembly | |
κατόπιν προτάσεως του/της... | acting on a proposal of | |
κατορθώνω | effect | |
κατορθώνω | manage | |
κατορθώνω | succeed | |
κατοχή | possession |