Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(36491 entries)
καυσαέριο αυτοκινήτων
car exhaust
καύση με φλόγες
blazing combustion
καύση υπολοίπων πυραύλου
afterburning
καύσιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο
high sulphur fuels
καύσιμο απορροφητικό υλικό
combustible absorbent
καύσιμο μίγμα ατμών/ατμοσφαιρικού αέρα
combustible vapour/air mixture
καύσιμο νιτρίδιο
nitride fuel
καύσιμο υγρό
combustible liquid
καύσιμο υψηλής πυκνότητας
high density fuel
καύσιμος ατμός
combustible vapour
καυχιέμαι
boast
καφέ
brown
καφετέρια
cafe
καχύποπτη
suspicious
καχύποπτο
suspicious
καχύποπτος
suspicious
Καψάκιο
capsule
Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης
Modified release capsule
Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης, μαλακό
Modified-release capsule, soft
Καψάκιο ελεγχόμενης αποδέσμευσης, σκληρό
Modified-release capsule, hard
Get short URL