DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
Θεοκρατική Δημοκρατία Theocratic Republic
θεός god
θεραπεία remedy
θεραπεία αναρρωτική ή μετεγχειρητική convalescence cure
θεραπεία δια της μουσικής music therapy
θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών faith healing
θεραπευτικά κοινόβια residential treatment communities
θεραπευτική therapeutic
θεραπευτικό therapeutic
θεραπεύω cure
θεραπεύω heal
θερινός μουσσώνας summer monsoon
θερμαίνω heat
θερμαντήρας νερού στιγμιαίος instantaneous water heater
Θερμαντικά σώματα - Προσδιορισμός της θερμικής ισχύος - Μέθοδος δοκιμής με χρήση ανοιχτού θαλάμου δοκιμής Space heaters - Determination of thermal output - Test method using open booth
Θερμαντικά σώματα χώρων - Προσδιορισμός της θερμικής ισχύος - Μέθοδος δοκιμής με χρήση αερόψυκτου κλειστού θαλάμου Space heaters - Determination of thermal output - Test method using air-cooled closed booth
Θερμαντικά σώματα χώρων - Προσδιορισμός της θερμικής ισχύος - Μέθοδος δοκιμής με χρήση υδρόψυκτου κλειστού θαλάμου Space heaters - Determination on thermal output - Test method using liquid-cooled closed booth
θέρμανση θα προκαλέσει αύξηση της πίεσης με κίνδυνο διάρρηξης heating will cause rise in pressure with risk of bursting
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη R5
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη heating may cause an explosion