Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
ευαίσθητη περιοχή
window of vulnerability
ευαίσθητο
delicate
ευαίσθητο
sensitive
ευαισθητοποιητική ουσία
sensitizing substance
ευαισθητοποιητικό παρασκεύασμα
sensitizing substance
ευαισθητοποιημένο εκρηκτικό
sensitized
ευαισθητοποίηση στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες πληροφόρησης
promotion of electronic information services
ευαισθητοποιός ουσία
sensitizing substance
ευαίσθητος
delicate
ευαίσθητος εξοπλισμός
sensitive equipment
ευαίσθητος σε τραντάγματα
shock-sensitive
Ευαισθησία
Sensitivity
ευαισθησία του μαστού
breast tenderness
ευαισθησία του οστού
bony tenderness
ευαισθησία στο θέμα των συγκρούσεων
conflict sensitivity
ευαισθησία σε κρούση
sensitiveness
ευαισθησία σε σφάλματα
error sensitivity
ευάλωτη
vulnerable
ευάλωτο
vulnerable
ευάλωτο κράτος
fragile state
Get short URL