DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Government, administration and public services (859 entries)
επίσκεψη στο σπίτι του ασθενούς, νυκτερινή επίσκεψη, κατεπείγουσα επίσκεψη (για έκτακτο περιστατικό) call at the patient's home, call at night, emergency call
επιχείρηση μεταφορών removal firm
επώνυμο πατρός maiden name
εργατικό ατύχημα accident occurring in the course of occupational activities
εργάσιμη ημέρα working day
έρευνα ασφαλείας security clearance
έρευνα ασφαλείας security investigation
έρευνα ασφαλείας security screening
έρευνα ασφαλείας security vetting
ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης interpretation and application of these Staff Regulations
Ευρωπαϊκή Σχολή Δημόσιας Διοίκησης European School of Administration
Ευρωπαϊκή Σχολή Δημόσιας Διοίκησης European Administrative School
Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης EU diplomatic service
εφάπαξ αποζημίωση λόγω εξόδου από την υπηρεσία severance grant
έχω από το νόμο υποχρέωση διατροφής have a legal responsibility to maintain (someone)
έχω δικαίωμα ψήφου be entitled to vote
έχω εξωυπηρεσιακή απασχόληση, αμειβόμενη ή μη; ασκώ εξωτερική δραστηριότητα engage in an outside activity, whether gainful or not
έχω πλήρη δικαιοδοσία σε διαφορές have unlimited jurisdiction in disputes
ζητώ ή λαμβάνω οδηγίες seek or take instructions
η διάρκεια υποχρεωτικής εργασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τις 42 ώρες την εβδομάδα the normal working week shall not exceed forty-two hours