DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36483 entries)
ενιαίο κέντρο διαχείρισης για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας single management centre for air traffic control
Ενιαίο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας United Turkish Communist Party
ενιαίο σύνολο δυνάμεων' ένα και μόνο σύνολο ενόπλων δυνάμεων single set of forces
ενιαίος integrated
Ενιαίος Δημοκρατικός Συνασπισμός Coalition for Democratic Unity
ενίοτε sometimes
ενίσταμαι object
ενισχυτής διαχωρισμού buffer amplifier
ενισχυτικός δακτύλιος stiffening ring
ενισχύδινο amplidyne
ενισχύεται η προβολή των θέσεων της ΕΕ; προβάλλονται αποτελεσματικότερα οι θέσεις της ΕΕ enhance the visibility of the EU
ενισχυμένη αναλογική approximate proportional representation
ενισχυμένη βάση βλημάτων hard missile base
ενισχυμένη βάση πυραύλων hard missile base
ενισχυμένη εταιρική σχέση με τις περιφέρειες closer partnership with the regions
ενισχυμένη επιθεώρηση expanded inspection
ενισχυμένη επιφύλαξη εξέτασης ("scrutiny plus" reservation) scrutiny plus reservation
ενισχυμένη πλειοψηφία reinforced majority
ενισχυμένη προενταξιακή στρατηγική enhanced pre-accession strategy
ενισχυμένη ράχη (προκειμένου για διαβατήρια) reinforced spine