DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (36491 entries)
εμπειρογνώμων κτηνίατρος veterinary expert
εμπειρογνωσία expertise
εμπειρογνωσία στov oικovoμικό τoμέα financial expertise
έμπειρος experienced
εμπεριέχω encompass
εμπεριστατωμένη έκθεση detailed statement
εμπιστευτική confidential
εμπιστευτικό restricted
εμπιστευτικότητα δεδομένων με δημόσιο κλειδί public key data confidentiality
εμπιστευτικότητα δεδομένων με ιδιωτικό κλειδί private key data confidentiality
εμπιστευτικός πληρoφoριoδότης confidential informant
εμπιστευματικά στοιχεία του ενεργητικού fiduciary asset
εμπιστευμένη λειτουργικότητα trusted functionality
εμπιστεύομαι trust
εμπιστοσύνη trust
εμπλοκή implication
εμπλουτισμένο ισότοπο enriched isotope
εμπλουτισμός με αέρια διάχυση enrichment by gaseous diffusion
έμπνευση inspiration
εμπνέω inspire