Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Agriculture
(35665 entries)
ελάττωση της φύρας πριν και μετά τη συγκομιδή
reduce pre-and post-harvest losses
ελατηρίδες της αμπέλου
schistoceros bimaculatus
ελατηρίδες της αμπέλου
sinoxylon sexdentatum
(sinoxylon perforans)
ελατήριο
disc pivot
ελατήριο
pivot
ελατήριο βραχίονα παλμικής κίνησης
recoil spring
ελατήριο βραχίονα παλμικής κίνησης
torsioning spring
ελατήριο πίεσης
pressure arm
ελατήριο πίεσης
pressure bar
ελατήριο πίεσης
pressure spring
ελατηριωτή σβάρνα
bermuda grass eradicator
ελατηριωτή σβάρνα
harrow cultivator
ελατηριωτή σβάρνα
quick grass harrow
ελατηριωτή σβάρνα
spring tine harrow
ελατηριωτή σβάρνα
spring tooth harrow
ελατό υλικό
ductile material
ελαΐνη του εριολίπους
wool grease olein
έλαια τηγανίσματος
deep frying fats
έλαια για σαλάτες
salad oils
ελαία η αγρία
oleaster
Get short URL