DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Employment (239 entries)
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση ensure productive re-employment of workers
εξωτερικός συνεργάτης freelance worker
επαγγελματική ανέλιξη professional development
επαγγελματική δραστηριότητα trade or profession
επαγγελματική ειδικότητα skill
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία on-the-job training
επαγγελματική κινητικότητα occupational mobility
επίδομα μετάβασης bridging allowance
επιμερισμός της θέσης εργασίας job sharing
επιμερισμός της θέσης εργασίας work share
εποχική απασχόληση seasonal employment
εργάτης manual worker
εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση full-time worker full-time worker
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση severely disadvantaged worker
εργαζόμενος φάντασμα ghost employee
εργαζόμενος φάντασμα ghost worker
εργαζόμενος φάντασμα ghost
εργασία το Σαββατοκύριακο weekend work
εργασία κατά βάρδιες shift-work
εργασία στο σπίτι working at home working at home