Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Social science
(4463 entries)
αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας
feminisation of the labour market
αύξηση της συμμετοχής γυναικών' αύξητη της παρουσίας γυναικών
feminisation
αύξηση του πληθυσμού
population growth
αύξηση του ποσοστού γυναικών μεταξύ των πτωχών
feminisation of poverty
αύξηση λόγω εξαρτώμενου τέκνου
child dependency increase
Αυστριακό Κέντρο Μελετών για την Ειρήνη και την Επίλυση των Συγκρούσεων
Austrian Study Centre for Peace and Conflict Resolution
αφαιρώ από κάποιον ένα πλεονέκτημά του
discriminate against
αφιλοκερδής εθελοντική δράση
disinterested voluntary work
αφιλοκερδής εθελοντική δράση
voluntary work
αφοπλισμός, αποστράτευση, επαναπατρισμός και επανένταξη
disarmament, demobilization, repatriation and reintegration
αφορία
infertility
Αφρικανική Χάρτα σχετικά με τη λαϊκή συμμετοχή και την ανάπτυξη
African Charter on Popular Participation and Development
αχυράνθρωπος
puppet leader
βαθμός εκτίμησης
degree of esteem
βαθμός εκτίμησης
degree of respect
βαθμός συγγενείας
degree of relationship
βαθμός υπόληψης
degree of esteem
βαθμός υπόληψης
degree of respect
βακούφιο
Islamic religious trust
βανδαλισμός
hooliganism
Get short URL