DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (34530 entries)
ασιατικός asian
ασκεί το δικαίωμα κυριότητος επί των ειδικών σχασίμων υλικών exercise the right of ownership with respect to special fissile materials
ασκεί πολιτικό ή διοικητικό λειτούργημα hold a political or administrative office
ασκητισμός asceticism
ασκήσεις τύπου CMX CMX-type exercise
ασκήσεις των ικανοτήτων του ΝΑΤΟ NATO's exercise capacities
άσκηση exercise
άσκηση της δημόσιας εξουσίας exercise of official authority
άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε χώρα του εξωτερικού external voting
άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε χώρα του εξωτερικού out-of-country voting
άσκηση αντοχής endurance training
άσκηση για αντιμετώπιση εκτάκτου περιστατικού emergency drill
άσκηση διοικήσεων επί εδάφους Command Field Exercise
άσκηση ετοιμότητας exercise in readiness
άσκηση εκλογικού δικαιώματος ταχυδρομικώς postal vote
άσκηση εκλογικού δικαιώματος ταχυδρομικώς voting by post
άσκηση ελέγχoυ στις δαπάvες cost-containment
άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου εκ μέρους των εθνικών Κοινοβουλίων όσον αφορά τις δραστηριότητες των κυβερνήσεων στην ΕΕ national parliament scrutiny of government activities in the EU
άσκηση με διαλείμματα interval training
άσκηση πίεσης/επιρροής από ομάδες συμφερόντων lobbying