DictionaryForumContacts

   Greek English
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Oil / petroleum (202 entries)
ελαφρύ αργό πετρέλαιο light crude oil
εξαέρωση venting
εξανθράκωση πετρελαίου petroleum coking
εξέδρα γεώτρησης drilling platform
εξευγενισμός refining
εξόρυξη και διύλιση υγρών καυσίμων extraction and refining of liquid fuels
επί τόπου καύση fire flood
επί τόπου καύση fire flooding
επί τόπου καύση fireflood
επί τόπου καύση in-situ combustion (1,2)
επί τόπου καύση underground combustion
Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προσέγγιση των μέτρων στον τομέα της ασφάλειας του εφοδιασμού με προϊόντα πετρελαίου Committee for implementation of the directive concerning the alignment of measures with regard to security of supply for petroleum products
ερευνητική γεώτρηση bore
ερευνητική γεώτρηση bore hole
ερευνητική γεώτρηση boring
ερευνητική γεώτρηση drill hole
ερευνητική γεώτρηση hole
ερευνητική γεώτρηση well
ερευνητική γεώτρηση exploration well
ερευνητική γεώτρηση exploratory well