Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(36491 entries)
απαραίτητο
necessary
απαραίτητο αμινοξέο
essential amino-acid
απαραίτητος
necessary
απαρριθμητική λυχνία
counting tube
απασχολημένη
busy
απασχολημένο
busy
απασχόληση των γυναικών
female employment
απασχόληση και κοινωνικές υποθέσεις
Employment and Social Affairs
απασχόληση στη βιομηχανία
industrial employment
απασχόληση στη γεωργία
agricultural employment
απασχόληση στον τομέα της παροχής υπηρεσιών
service employment
απασχολησιμότητα
employability
απασχολούμενα άτομα
employed persons
απασχολώ
employ
απασχολώ
preoccupy
απεγνωσμένη
hopeless
απεγνωσμένο
hopeless
απεγνωσμένος
hopeless
απεικονίζω
depict
απεικονίζω
portray
Get short URL