Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(17046 entries)
αναποτελεσματική κατανομή των πόρων
allocative inefficiency
αναπροεξοφλητικό όριο
rediscount ceiling
αναπροεξοφλητικό όριο
rediscount quotas
αναπροεξοφλητικό όριο' ανώτατο όριο αναπροεξοφλήσεων
rediscount ceiling
αναπροεξοφλητικό όριο' ανώτατο όριο αναπροεξοφλήσεων
rediscount quota
αναπροεξόφληση
rediscounting
αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού
reorientation of production potential
αναπροσαρμογή τιμολογίων
rebalancing of Tariffs
αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή
calculation of present value
αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή
conversion to present worth
αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή
discounting
αναπροσαρμογή; αναθεώρηση; χρονική αναπροσαρμογή
present-worthing
αναπροσαρμοζόμενη μισθολογική κλίμακα
sliding scale
αναπροσαρμοζόμενη μισθολογική κλίμακα
sliding wage scale
αναρρωτική άδεια
sick leave
αναρχισμός
anarchism
αναστέλλω
catch
αναστέλλω
clench
αναστολή της βοήθειας
suspension of aid
αναστολή της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία με απόφαση των τελωνειακών αρχών
suspension of release by customs authorities
Get short URL