Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(36483 entries)
ακαταμάχητη
overwhelming
ακαταμάχητο
overwhelming
ακαταμάχητος
overwhelming
ακαταστασία
mess
ακατέργαστο
crud
Ακατέργαστο ελαστικό εις δέματα
Raw rubber in bales
Ακατέργαστον
(ωμόν)
λινέλαιον
Raw linseed oil
Ακατέργαστον ξυλέλαιον
Raw tung oil
ακατέργαστος καπνός' καπνά
raw or unmanufactured tobacco
άκατος περιπολίας
fast patrol boat
ακαδημαϊκή
academic
Ακαδημαϊκή Επιτροπή
Academic Committee
ακαδημαϊκό
academic
Ακαδημία Εκπαίδευσης Αστυνομικών
Police Staff College
ακάθαρτα ύδατα στον πυθμένα
(στο κύτος)
πλοίου
bilge water
ακάθαρτη
filthy
ακάθαρτο
crud
ακάθαρτο
filthy
ακάθαρτος
filthy
ακάλυπτoς
overt
Get short URL