Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Transport
(47344 entries)
αγωγός πέδης αέρος
air brake pipe
αγωγός πέδης πολλαπλής ζεύξης
multiple unit air brake pipe
αγωγός πλήρωσης της ναυτικής δεξαμενής
filling culverts of the dry dock
αγωγός πολλαπλής χρήσης
multipurpose material pipeline
αγωγός προσπέλασης στο φρεάτιο αναρρόφησης αντλιών
culvert leading to sump of pumps
αγωγός στέγης
roof cable
αγωγός συστήματος αποχέτευσης
sanitary discharge pipe
αγωγός φόρτωσης υγρών
filling pipe
αγωνιστικό πλοίο
racing pair
άδεια
clearance
άδεια άσκησης εμπορικής δραστηριότητας
licence to trade
άδεια για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές
road haulier licence
άδεια για κυκλοφορία μηχανής
locomotive running permit
άδεια γιά πτήση όψης υπεράνω νεφών
VFR on-top clearance
άδεια για παροχή υπηρεσιών σέ συγκεκριμένο δρομολόγιο
operate on the route concerned
άδεια εισόδου
entrance allowed
άδεια εισόδου των οχημάτων
vehicle pass
άδεια εκτέλεσης δρομολογίου
route licence
άδεια εκτέλεσης ελιγμών
shunting authority
άδεια εκτέλεσης πλόων για ταχύπλοο σκάφος
Permit to Operate High Speed Craft
Get short URL