Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Business
(550 entries)
απλή ετερόρρυθμη εταιρεία
limited partnership
απλή ετερόρρυθμη εταιρεία
ordinary limited partnership
αποτίμηση
value
αποτίμηση με την εύλογη αξία
fair value accounting
αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία
value
αποκλεισθείς οικονομικός φορέας
excluded tenderer
απορριφθείς υποψήφιος
unsuccessful candidate
αρνούμαι την έκφραση γνώμης
refuse to report
(upon the accounts)
αρχική διάρκεια της προθεσμίας προειδοποιήσεως
originally agreed period of notice
ασήμαντο ποσό
immaterial amount
ασφαλιζόμενος
policyholder
ασφαλιζόμενος
proposer
αύξηση στην αξία που έχει
(ουσιαστικά)
πραγματοποιηθεί
increase in value which has been actually realised
αύξηση στην αξία που έχει
(ουσιαστικά)
πραγματοποιηθεί
realised gain
αφερεγγυότητα του οφειλέτη
insolvency of the debtor
βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα
industrial or commercial activity
γαλακτοκομείο
dairy producer
γενική ρευστοποίηση
collective winding up
Γενικός Διευθυντής
Chief executive officer
γεωργικό εισόδημα
agricultural income
Get short URL